μπολ
[bol]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schüsselθηλυκό | Femininum, weiblich fμπολμπολ
examples
- μπολ κατάψυξηςGefrierboxθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μπολ νερούTrinknapfαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-