μπογιατζής
[bojaˈdzis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ήδες>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anstreicherαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπογιατζήςMalerαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπογιατζήςμπογιατζής