„μπλούζα“: θηλυκό μπλούζα [ˈbluza]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bluse, Kittel Bluseθηλυκό | Femininum, weiblich f μπλούζα μπλούζα Kittelαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπλούζα ιατρού μπλούζα ιατρού