„μπλοφάρω“: αμετάβατο ρήμα μπλοφάρω [bloˈfaro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-α/-ισα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bluffen bluffen μπλοφάρω μπλοφάρω