μπλοκάρω
[bloˈkaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-α/-ισα; -ίστηκα; -ισμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- blockierenμπλοκάρωμπλοκάρω
- sperrenμπλοκάρω λογαριασμόμπλοκάρω λογαριασμό
μπλοκάρω
[bloˈkaro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- blockierenμπλοκάρωμπλοκάρω
examples
- μπλόκαρα οικείο | umgangssprachlichοικich kriege Mattscheibe