„μπλοκάρισμα“: ουδέτερο μπλοκάρισμα [bloˈkarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verkehrsbehinderung Verkehrsbehinderungθηλυκό | Femininum, weiblich f μπλοκάρισμα μπλοκάρισμα