„μπλοκ“: ουδέτερο μπλοκ [blok]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Block (Schreib-)Blockαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπλοκ μπλοκ examples μπλοκ σημειώσεων Schreibblockαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπλοκ σημειώσεων