„μπηχτή“: θηλυκό μπηχτή [bixˈti]θηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stichelei Sticheleiθηλυκό | Femininum, weiblich f μπηχτή μπηχτή