„μπεκρής“: αρσενικό μπεκρής [beˈkris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ήδες> μπεκρού [beˈkru] <-ούδες>θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Säufer, Trinker Säuferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f μπεκρής Trinkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f μπεκρής μπεκρής