„μπαρόκ“: επίθετο, ως επίθετο μπαρόκ [baˈrok]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) barock barock μπαρόκ μπαρόκ „μπαρόκ“: ουδέτερο μπαρόκ [baˈrok]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Barock Barockουδέτερο και αρσενικό | Neutrum und Maskulinum n/m μπαρόκ μπαρόκ