„μπαρμπούνι“: ουδέτερο μπαρμπούνι [barˈbuni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Meerbarbe Meerbarbeθηλυκό | Femininum, weiblich f μπαρμπούνι μπαρμπούνι