„μπαμπάς“: αρσενικό μπαμπάς [baˈbas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες> οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Papa Papaαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπαμπάς μπαμπάς