„μπαλώνω“: μεταβατικό ρήμα μπαλώνω [baˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) flicken, stopfen flicken μπαλώνω ρούχο μπαλώνω ρούχο stopfen μπαλώνω κάλτσες μπαλώνω κάλτσες