„μπαλόνι“: ουδέτερο μπαλόνι [baˈloni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ballon (Luft-)Ballonαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπαλόνι μπαλόνι