„μπαλκόνι“: ουδέτερο μπαλκόνι [balˈkoni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Balkon Balkonαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπαλκόνι μπαλκόνι