„μουτζουρώνω“: μεταβατικό ρήμα μουτζουρώνω [mudzuˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) besudeln besudeln μουτζουρώνω μουτζουρώνω