„μουσοτραφής“ μουσοτραφής [musotraˈfis], μουσοτραφής, μουσοτραφέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) musisch musisch μουσοτραφής μουσοτραφής