„μουρουνέλαιο“: ουδέτερο μουρουνέλαιο [muruˈneleo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, μουρουνόλαδο [muruˈnolaðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lebertran Lebertranαρσενικό | Maskulinum, männlich m μουρουνέλαιο μουρουνέλαιο