„μουρμούρα“: ουδέτερο μουρμούρα [murˈmura]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Murren, Nörgelei Murrenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μουρμούρα γκρίνια Nörgeleiθηλυκό | Femininum, weiblich f μουρμούρα γκρίνια μουρμούρα γκρίνια