„μουντζούρωμα“: ουδέτερο μουντζούρωμα [munˈdzuroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schmiererei Schmierereiθηλυκό | Femininum, weiblich f μουντζούρωμα μουντζούρωμα