„μουμιοποιώ“: μεταβατικό ρήμα μουμιοποιώ [mumiopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mumifizieren mumifizieren μουμιοποιώ μουμιοποιώ