„μουδιασμένος“ μουδιασμένος [muðiazˈmenos], μουδιασμένη, μουδιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) empfindungslos empfindungslos μουδιασμένος μουδιασμένος