„μοτέρ“: ουδέτερο μοτέρ [moˈter]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Motor Motorαρσενικό | Maskulinum, männlich m μοτέρ κινητήρας μοτέρ κινητήρας