„μοσχοκάρυδο“: ουδέτερο μοσχοκάρυδο [mosxoˈkariðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Muskatnuss Muskatnussθηλυκό | Femininum, weiblich f μοσχοκάρυδο μοσχοκάρυδο