„μοσχοβολώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα μοσχοβολώ [mosxovoˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) duften duften (+αιτιατική | +Akkusativ+akk nach) μοσχοβολώ μοσχοβολώ