„μορφώνω“: μεταβατικό ρήμα μορφώνω [morˈfono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bilden bilden μορφώνω δίνω μόρφωση μορφώνω δίνω μόρφωση