„μορφώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα μορφώνομαι [morˈfonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich bilden sich bilden μορφώνομαι αποκτώ μόρφωση μορφώνομαι αποκτώ μόρφωση