„μορφωμένος“ μορφωμένος [morfoˈmenos], μορφωμένη, μορφωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gebildet gebildet μορφωμένος μορφωμένος examples μορφωμένο άτομοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Gebildete(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f μορφωμένο άτομοουδέτερο | Neutrum, sächlich n