„μορφίνη“: θηλυκό μορφίνη [morˈfini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Morphium, Morphin Morphiumουδέτερο | Neutrum, sächlich n μορφίνη Morphinουδέτερο | Neutrum, sächlich n μορφίνη μορφίνη