μοριακός
[moriaˈkos], μοριακή, μοριακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- molekularμοριακόςμοριακός
examples
- Μοριακή βιολογίαθηλυκό | Femininum, weiblich fMolekularbiologieθηλυκό | Femininum, weiblich f