„μονόφυλλος“ μονόφυλλος [moˈnofilos], μονόφυλλη, μονόφυλλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einblättrig einblättrig μονόφυλλος μονόφυλλος