μονόστιχος
[moˈnostixos], μονόστιχη, μονόστιχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- einstrophigμονόστιχοςμονόστιχος
- einzeiligμονόστιχος μίας γραμμήςμονόστιχος μίας γραμμής