„μονόκερως“: αρσενικό μονόκερως [moˈnokjeros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einhorn Einhornουδέτερο | Neutrum, sächlich n μονόκερως μυθολογία | Mythologieμυθ μονόκερως μυθολογία | Mythologieμυθ