„μονόγραμμα“: ουδέτερο μονόγραμμα [moˈnoɣrama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Monogramm Monogrammουδέτερο | Neutrum, sächlich n μονόγραμμα μονόγραμμα