„μοντάρισμα“: ουδέτερο μοντάρισμα [monˈdarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Montage, Montage, Schnitt Montageθηλυκό | Femininum, weiblich f μοντάρισμα κινητήρα, μηχανής μοντάρισμα κινητήρα, μηχανής Montageθηλυκό | Femininum, weiblich f μοντάρισμα ταινίας Schnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m μοντάρισμα ταινίας μοντάρισμα ταινίας