„μονοψήφιος“ μονοψήφιος [monoˈpsifios], μονοψήφια, μονοψήφιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einstellig einstellig μονοψήφιος μονοψήφιος