„μονοπώλιο“: ουδέτερο μονοπώλιο [monoˈpolio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Monopol Monopolουδέτερο | Neutrum, sächlich n μονοπώλιο μονοπώλιο