„μονομάχος“: αρσενικό και θηλυκό μονομάχος [monoˈmaxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Duellant, Gladiator Duellantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f μονομάχος μονομάχος Gladiatorαρσενικό | Maskulinum, männlich m μονομάχος σε Ρομανική αρένα μονομάχος σε Ρομανική αρένα