„μονοκατοικία“: θηλυκό μονοκατοικία [monokatiˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einfamilienhaus Einfamilienhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n μονοκατοικία μονοκατοικία