„μονοκάταρτο“: ουδέτερο μονοκάταρτο [monoˈkatarto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einmaster Einmasterαρσενικό | Maskulinum, männlich m μονοκάταρτο μονοκάταρτο