„μονοθεϊσμός“: αρσενικό μονοθεϊσμός [monoθeizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Monotheismus Monotheismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m μονοθεϊσμός μονοθεϊσμός