„μονοθέσιος“ μονοθέσιος [monoˈθesios], μονοθέσια, μονοθέσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einsitzig einsitzig μονοθέσιος μονοθέσιος examples μονοθέσιο καγιάκουδέτερο | Neutrum, sächlich n Einerkajakαρσενικό | Maskulinum, männlich m μονοθέσιο καγιάκουδέτερο | Neutrum, sächlich n