μονοδιάστατος
[monoðiˈastatos], μονοδιάστατη, μονοδιάστατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- eindimensionalμονοδιάστατοςμονοδιάστατος
Thank you for your feedback!