μονογραφία
[monoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Monografieθηλυκό | Femininum, weiblich fμονογραφίαEinzeldarstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fμονογραφίαμονογραφία