„μονογαμία“: θηλυκό μονογαμία [monoɣaˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Monogamie Monogamieθηλυκό | Femininum, weiblich f μονογαμία μονογαμία