„μοναχογιός“: αρσενικό μοναχογιός [monaxoˈjos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einziger Sohn einziger Sohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m μοναχογιός μοναχογιός