„μοναχικότητα“: θηλυκό μοναχικότητα [monaçiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Alleinsein Alleinseinουδέτερο | Neutrum, sächlich n μοναχικότητα μοναχικότητα