„μοναδικότητα“: θηλυκό μοναδικότητα [monaðiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einzigartigkeit Einzigartigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f μοναδικότητα μοναδικότητα