„μονάρχης“: αρσενικό μονάρχης [moˈnarçis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Monarch Monarchαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f μονάρχης μονάρχης