„μομφή“: θηλυκό μομφή [momˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rüge, Tadel Rügeθηλυκό | Femininum, weiblich f μομφή Tadelαρσενικό | Maskulinum, männlich m μομφή μομφή